Κόμπλεντς

Κόμπλεντς
(Koblenz). Πόλη (107.730 κάτ. το 2001) της Γερμανίας. Βρίσκεται στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου και είναι χτισμένη στη συμβολή του Μοζέλα με τον Ρήνο, 77 χλμ. ΝΑ της Κολονίας. Μεγάλο λιμάνι στον Ρήνο, η Κ. αποτελεί και έδρα μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων (μηχανουργικών, χημικών, τροφίμων, βυρσοδεψίας, εργοστασίων μουσικών οργάνων και κεραμικής) και σημαντικό τουριστικό κέντρο. Ιστορία. Η πόλη ιδρύθηκε από τον Δρούσο (9 π.Χ.) αρχικά ως ρωμαϊκό συνοριακό φρούριο με την ονομασία ConfluentesConfluentia και λόγω της θέσης της μετεξελίχθηκε γρήγορα σε μεγάλο λιμάνι, κυρίως χάρη στο εμπόριο με την Ολλανδία. Τον 5o αι. έγινε έδρα των μεροβιγγείων αυτοκρατόρων και τον 11o αι. του αρχιεπισκόπου των Τρεβήρων (Τριρ). Αποτέλεσε πολλές φορές αντικείμενο σύγκρουσης μεταξύ Γάλλων και Γερμανών εξαιτίας της στρατηγικής σημασίας της. Στη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης ο Κάρολος Γουλιέλμος Φερδινάνδος του Μπραουνσβάιγκ εξέδωσε εκεί (1792) διακήρυξη με την οποία απειλούσε να καταστρέψει το Παρίσι αν οι δημοκρατικοί δεν αποκαθιστούσαν στον θρόνο τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’. Στην πόλη συγκεντρώθηκαν οι Γάλλοι φυγάδες που οργάνωσαν εκεί έναν υποτυπώδη αντεπαναστατικό στρατό που έμεινε γνωστός με την ονομασία στρατός του Κοντέ. Μεταξύ 1919 και 1929 υπήρξε η έδρα της ανώτατης επιτροπής για τη Ρηνανία. Στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου η Κ. υπέστη πολύ μεγάλες καταστροφές. Διασώθηκαν, όμως, μερικά μνημεία εξαιρετικού ιστορικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, όπως η Λιμπφραουενκίρχε (εκκλησία της Παναγίας, του 13ου αι.) και η εκκλησία του Αγίου Κάστορα που ανάγεται στο 836. Αντίθετα καταστράφηκε, αν και αναστηλώθηκε αργότερα, ο κολοσσιαίος έφιππος ανδριάντας του αυτοκράτορα Γουλιέλμου A’. Ο ναός του Αγίου Κάστορα (9ος αι.), ένας από τους αξιολογότερους της πόλης Κόμπλεντς στη Γερμανία. Άποψη δυτικής συνοικίας της πόλης Κόμπλεντς στην Γερμανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μορ, Καρλ Φρίντριχ — (Karl Friedrich Mohr, Κόμπλεντς 1806 – Βόννη 1879). Γερμανός χημικός. Γιος ενός φαρμακοποιού, αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στο Κόμπλεντς για να βοηθήσει τον πατέρα του. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1857, αποσύρθηκε από το φαρμακείο …   Dictionary of Greek

  • Μπέντεκερ, Καρλ — (Karl Baedeker, Έσεν 1801 – Κόμπλεντς 1859). Γερμανός βιβλιοπώλης και εκδότης. Γιος ενός βιβλιοπώλη του Έσεν, άνοιξε το 1827 δικό του βιβλιοπωλείο στο Κόμπλεντς. Το 1839 η δημοσίευση της αφήγησης του ταξιδιού στο Ρήνο, την οποία είχε αγοράσει από …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Εμς — (Ems). Τοπωνύμια της Γερμανίας. 1. Πόλη (10.300 κάτ. το 2003) της κεντροδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο Ρηνανία Παλατινάτο. Βρίσκεται Α του Κόμπλεντς. Ονομάζεται και Μπαντ Εμς (Bad Ems). Η πόλη είναι κέντρο ιαματικών λουτρών. Η ιστορία του Ε.… …   Dictionary of Greek

  • Κίρχερ, Ατανάζιους — (Athanasius Kircher, Φούλντα 1601; – Ρώμη 1680). Γερμανός λόγιος. Σπούδασε σε ιησουιτική σχολή της γενέτειράς του και σε ηλικία 17 ετών ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα. Θεωρείται ένας από τους ευρυμαθέστερους λογίους όλων των εποχών. Γνώριζε εβραϊκά …   Dictionary of Greek

  • Κομνηνός, Δημήτριος — (Κορσική 1760 – Παρίσι 1820). Πρίγκιπας της Γαλλίας, που σύμφωνα με ισχυρισμούς του καταγόταν από την οικογένεια των Κομνηνών του Βυζαντίου. Κατατάχθηκε στον γαλλικό στρατό, αλλά όταν ξέσπασε η Γαλλική επανάσταση, αιχμαλωτίστηκε στο Βαρέν, επειδή …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ — I (Conrad, Τουλούζ 925 – 993). Βασιλιάς της Βουργουνδίας (937 995), γνωστός ως Κ. ο Ειρηνικός. Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Ροδόλφου Β’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, καταδιώχθηκαν οι ομάδες των Σαρακηνών και των… …   Dictionary of Greek

  • Λάουε, Μαξ Τέοντορ Φέλιξ φον- — (Max Theodor Felix von Laue, Πφάφεντορφ, Κόμπλεντς 1879 – Βερολίνο 1960). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Στρασβούργου, του Γκέτινγκεν και του Μονάχου. Διετέλεσε καθηγητής στη Ζυρίχη (1912), κατόπιν στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”